Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2018


Γουρνοχαρά με  φούσκα,  λουκάνικο κι πασπαλά.
Κάθε χρόνο συνήθως μετά την πρώτη πανσέληνο της εαρινής ισημερίας  άρχιζαν όλοι οι χωριανοί να αρμέγουν τα πρόβατα και τα γίδια, η έγνοια  τότε του πατέρα μ’  ήταν να αγοράσει ένα γουρνάκι  για να του δίνουμι τα πλύματα και τα τρόγαλα κι να μη τα πιταμι  στα  σκλιά.  Όλα τα χρόνια αγόραζι από τους χωριανούς το  γουρνάκι, αλλά μια χρονιά δε ξέρω πως τούρθι του πατέρα μ΄ και καβάλησε το Ψαρί κι έφτασε στου γουρνότοπο στη Γούρα για να αγόρασι, μάλλον για φθηνότερα, θα πήγε. Τόβαλε στου σακί  κι γκούρλου, γκούρλου τόφερε στο σπίτι…..
Αποτέλεσμα εικόνας για www.kaliterilamia.g Οδός Φειδίου στα 1952. Στενοσόκακο που συνδέει τις οδούς Σατωβριάνδου και Λεωσθένους. Κάποτε ήταν ο χώρος των παζαριών των μικρών ζώων: γουρουνιών, κατσικιών κι αρνιών


www.kaliterilamia.g Οδός Φειδίου στα 1952. Στενοσόκακο που συνδέει τις οδούς Σατωβριάνδου και Λεωσθένους. Κάποτε ήταν ο χώρος των παζαριών των μικρών ζώων: γουρουνιών, κατσικιών κι αρνιών
Σαν το είδε η μάνα μ΄  φαρμακώθκι……….. ρε Νάσιου τι γκουρλίτσα καψαλή είν΄αυτή, τι μπακανιασμένο  έφιρις….χάθκι  ο κόσμος  να πάρς ένα άσπρου γουρνάκι λατράς με ίσια τρίχα να βγάλουμι και κανένα ντενεκέ λίπα παραπάν. Κανόνσι να μη βγάλει ούτε δυο ντενεκέδες λίπα και άντε τρέξε ύστερα να  αγοράσεις λάδι δηλαδή να ξεπουληθούμι, αλλά τόσο σε κόβει….

Σιγά, σιγά τον συμπάθσα τον Καψαλό κι τον φρόντιζα κι γώ.  Όλου του χρόνου δε πιτάγαμι τίποτα, πλίματα, κουλουκίθια, φλούδες, σκίβαλα απ΄του τριέρι, ούλα τα δίναμι στο Καψαλό. Ούλα τάτρωγε ο μπαγάσας, ιγώ μια φορά τ΄ έδωσα ένα τσιουνόπλο,  κι ο Καψάλς τόκανε μια χαπσιά. Έκοβα και χορτάρια με τροχισμένο κονσερβοκούτ’ από το προαύλιο το σχολείου και τόδινα, αυτό γινόταν κάθε  Τετάρτ΄ απόγευμα που ο δάσκαλος μας μάζευε την Άνοιξ΄ για να φτιάξουμε το σχολικό κήπο…. ά ρε δασκάλοι τι αγάπη σας είχαμι, σα το χιόν΄ στο κόρφο. Μια μέρα στεναχωρήθκα πολύ, γιατί ήρθε ο μπαρπα – Γιώργος με το μαύρο το τσαντάκι στο γουρνοκούμασο, κτηνίατρο τον έλεγαν όλοι στο χωριό γιατί ήξερε λέει να μονοχάει  τα γρούνια κι μάλιστα αφιλοκερδώς…… ήταν ο καλύτερος της περιφέρειας Δομοκού….. Έπιασαν λοιπόν τον καψάλ΄ τον έδεσαν ούρλιαζε ο καημένος σήκωνε τον τόπο από το σκούξιμο …, γιατί τα κόβετι ρώτησα το μπαρπα-Γιώργο..για να βάλει περισσότερα κιλά παιδί μ’ …..δε το πολυκατάλαβα αλλά τι σημασία είχε….πονούσε ο καψάλς  πονούσα κι ιγώ γι αυτόν, μετά από λίγες μέρες  ξεχάσαμε  το πόνο και οι δυο…
Ο καψάλς μεγάλωνε, το χνόπωρο τον ταΐζαμε και βελάνια μεραδίσια  απ΄ την Αγκαθίτσα και έγινε άιντε ντέ θρεφτάρι ……. Έπεσαν τα πρώτα χιόνια , έσφιξαν τα κρύα  και να τα Χριστούγεννα…..
Παραμονή  τη Χριστουγέννων βαζοκόπουσε ολόκληρο το χωριό απ΄ το σκούξιμο, κάθε σπίτι και ένα γρούν΄ …τουλάχιστον 150 γρούνια θα σφάζονταν την μέρα αυτή . Ο πατέρα μ΄ θα έσφαζι τα γρούνια απ΄το σόι μας, αναίμακτα δηλαδή με τοπική αναισθησία …..  δε είναι της ώρας να αναφερθώ για πια μέθοδο χρησιμοποιούσε…..δε άφνι κανέναν άλλον, ήταν ειδικός έλεγε……..τον θμάμι να βγάζει το τρανό το μαχαίρ΄ απ΄τ’ αμπάρι  κι μι προσοχή μεγάλη να το τροχάει με το λαδάκονο. Το μαχαίρι τόχε φτιάξει ο μπάρμπα-Γιώργος ο σιδηρουργός ήταν πολύ επιτήδειος, ήταν από σούστα αυτοκινήτου κι ήταν ότι πρέπει για σφάξιμο. Μ΄ έστελνε ο πατέραμ΄ να φωνάξω  τς’ μπαρπάδς  για να βοηθήσ’  κι απου  κοντά  ούλα τα ξαδέρφια …….ά κι η μανιά  με τη κεραμίδα μι του θμιάμα, να λέει κάτ’ ακαταλαβίστικες κουβέντες….  
Σαν έφτανε όλη η παρέα στο γουρνουκούμασο, τότε άρχιζι κι το πανηγύρ΄ , ο πατέρα μ΄ έπιανι τη αμποριά κι περίμινι να περάσει το γρούν΄, εκεί γινόταν η θυσία(ο αναίμακτος τρόπος που λέγαμε) ………αφού του γρούνι ήταν ζαλισμένο το έπιαναν απ’ τα ποδάρια  το γύρναγαν δίπλα………. ιμείς τα πιδιά  από παν …..
άϊ κάντι σαπέρα βρε παλουσιάδις δε κουτάμι ούτε να κλάσουμι….
Αποτέλεσμα εικόνας για σφαγη γουρουνιου
Ιμείς κει μπάστακες  να πάρουμι τ’ φούσκα..  να τη σταχτόσουμι και να τη φτιάξουμι μπάλα…..θέλαμε να μοιάσουμε το Νεστορίδη και τον Παπαϊωάννου, το Δομάζο και τον Παπαεμανουήλ( ρε ξέρς τι παιχταράς είναι ο Παπαεμανουήλ, έχει ένα μύτο που χάνονταν η μπάλα), το Σιδέρη και το Γιούτσο μέχρι εκεί, τρεις ομάδες υπήρχαν για μας…..με τον ΜΠΑΟΚ δεν ήταν κανένας. Θα αναρωτιέται κανείς πως τους γνωρίζαμε τους ποδοσφαιριστές αφού ραδιόφωνο ελάχιστοι χωριανοί είχαν. Είχαμε τον τρόπο μας, όσο για το βιογραφικό κάθε ποδοσφαιριστή  το γνωρίζαμε από τα μπισκότα Ρούλιας, που διέθετε το περίπτερο του χωριού μας. Πως γινόταν να αγοράζουμε μπισκότα αφού το πενηνταράκι δύσκολα το πιάναμε στα χέρια μας παραπάνω από δυο φορές το χρόνο, κάποια άλλη στιγμή θα αναφερθούμε.
Μια χρονιά ένας μπάρμπας  θέλησι να κάνει κι αυτός  το σφάχτη. Περίμενε του γρούν’ στην αμπουρία, αλλά δε το πέτχει το γρούν΄ στο σταυρό……ε  τότε να δεις τραγούδια κι χοροί. Μπροστά πήγαινε του γρούν΄ κι πίσω ούλου του σόι  κυνηγούσε το γρούν’…  
πιάνετι του γρούν΄ στη φύγα; πιάνεται είπε  ο ξάδερφος που δε νόγαγε από πράματα  κι έτρεχε με ένα καλάμι από πίσω για χτυπήσει του γρούν΄ .
 ….η θεια  Βαγγέλαινα που συναντήθκι στο λάκκου με το γρούνι ανασκελώθκι  στον όχθου κι για ένα μήνα έβαζε στουπζμένα κρεμμύδια στο γοφό για να της περάσει ο πόνος….. αλλά κι ο μπάρμπα –Βαγγέλης σαν πιο ψύχραιμος που πήγε να του αμποδίσι έγινε μαλλιά κουβάρια με του γρούν΄ μέχρι που  τον ξετσαούλιασε … τη λύση την έδωσε πάλι ο παππούς, βλέπς αυτός είχε κάνει σωφέρς στη Μικρασιατική Καταστροφή στο στρατηγό….έκοβε η γκλάβα τ΄.
Ρε ζλάπια τι πλαλάτι τζάμπα, βάλτε το μυαλό να δουλέψει, φέρτε μια τριχιά κι θα δείτε πως πιάνιτι το γρούν΄ είπε ο παππούς κι κουνούσε με νόημα το κεφάλι τ΄…..
ά καλώς το σοφό είπε η μανιά μ΄ ,   που δε χρωστούσε καλό λόγο, ο παππούς δε έδωσε σημασία και τελικά η τριχιά ήταν αποτελεσματική
Πριν ανοίξουμι την κλιά απ΄το γρούν, για να μάθουμι πόσα κιλά ήταν το γρούν’ ζυγίζαμι το κεφάλι, το βάρος του  ήταν δεκαπλάσιο από το βάρος του υπόλοιπου σώματος. Ο  πατέρα μ’ άνοιγε την κλιά απ΄του  γρούν με  μαχαίρι μυτερό , ύστερα  έβαζε το σκαφίδι καταπκάτ΄ απ’ τον κόλουτ΄ και έκοβε την ουρά τ΄.
Νάσιου μη τη πιτάξις θα τη βάλουμι στο πατσά  ξέρις τη καλά πήζ’ τότι….. έλεγε η μάνα μ΄
Ά! σταθείτε να διαβάσουμι τη σπλήνα πετάγονταν ο μπαρπα-Χρήστος……βλέπω είναι πρησμέν΄ στη κορφή, ρε αυτή είναι τούμπανο, ά έχουμι βαρύ χμώνα τώρα γρήγορα, δε είμαστε καλά, ό,τι πει ο κατσάνος(μετεωρολόγος) έλεγαν οι υπόλοιποι ειρωνικά……………..….
Το γδάρσιμο το αναλάμβανε ο παππούς ήταν υπομονετικός κι είχε τρόπο, δε άφηνε λίπος στο τομάρ΄ ούτε το έκανε τρύπες, βλέπεις το θέλαμι ατρύπητο για  να φτάξουμι γουρνοτσάρχα ….μια φορά μ΄έφτιαξι κι μένα ένα ζευγάρι γουρνοτσάρχα μα δε τα φόραγα  γιατί μι κορόιδευαν τάλλα τα πιδιά…… καλώς τον τσολιά μ΄έλεγαν…. αυτό ήταν αρκετό να μη τα ξαναφορέσω…..
Παραπέρα το χαλκωματένιο καζάν’, γανωμένο από το μπάρμπα - Θανάση αργός αλλά καλός μάστορης, έβραζι το νερό για ζματήσουν τα μέσα και να τα πλήνουμε, γιατί μ΄αυτά θα φτιάχναμι τα λουκάνκα και τα μπουμπάρια αυτή ήταν δλειά της μανιάς … Η μανιά καθόταν δίπλα στο καζάν΄ κωλουκάτσ κι ούλου διάταζι
Αυτό να κάνς σύ, αυτό ο άλλος, τα λουκάνκα ιγώ….
ναι πρόεδρε ότι πείς αποκρίθηκε ο πατέρα μ’
σε μένα κρένεις γαμπρέ που σε πήρα σβαρνοβράκι και  σέφτιαξα νοικοκύρ΄ ………………………………….
αχ τι τραβάει όποιος πάει σώγαμπρος ……είχε δίκαιο η αλπού που προτίμησε να τη γδάρουν ζωντανή παρά να πάει σώγαμπρος,  έλεγε στην ομήγυρη ο πατέρα μ΄…..ιγώ δε καταλάβαινα  τι  ακριβώς εννοούσε …γιατί να γδάρουν την  αλπού δε το πολυκαταλάβαινα…….αργότερα τόμαθα κι ΄γω βιωματικά κι διαδραστικά……
Μετά  ξεπαστόναμι το κρέας, δηλαδή  αφαιρούσαμε τι λίπα κι το  κόβαμι  σε μικρά κομμάτια,  θα τόβραζι η μάνα μ΄στο καζάν΄, στο τέλος θα έμειναν οι τσιγαρίθρες… νόστιμες που ήταν.
 Τη λειωμένη  λίπα τη βάζαμι σε ντεκέδες κι μαγειρεύαμι με αυτή όλο το χρόνο. Στη συνέχεια  με το μπαλντά κόβαμι το σφαχτό στα τέσσερα κι το κρεμάγαμε με τα τσιγκάλια στα πάτερα, για να μη του φτάνουν οι γάτες που νιαούριζαν, νιαούριζαν κι ησυχασμό δεν είχαν, μέχρι να πάρουν καμιά γουρνόλιπα,    γυρόφερναν  στο χαγιάτ’, αλλά  πάντα είχαν κατά νου  το ματσούκ’ που κράταγε η μανιά… κι ήταν αρκετά επιδέξια στη χρήση. Μετά  θα γινόταν ο διαχωρισμός  του κρέατος. Κομμάτι για τη χριστουγεννιάτικη σούβλα, για μαγείρεμα, για πασπαλά(παστό), ψαχνό για να το   στουμπούσουμι με το τσικράκι και να φτιάξουμι τα λουκάνκα. Τα λουκάνκα ήθελαν μαστοριά  για να γίνουν νόστιμα αλλά και να διατηρηθούν. Γι΄αυτό   αλατοπιπερώναμι καλά το κομμένο κρέας, ρίχναμι μπόλικα πράσα,  το αφήναμι λίγο ν’ αργάσει, τ’ ανακατεύαμι κι μιτά αρχινούσαμι του γέμισμα.    Μι του δάχλου του σμπρώχναμι να γεμίσει καλά του έντιρου.
  Η μανιά, πάλι είχε ένα λόγο να πει…. 
  –Να μην αφήνιτι κινό. Στουμπώστι του καλά, γιατί άμα κρατήσει αέρα μέσα, θα βρουμάει κλανίλα κι δε γλωσσιάζιτι.
 Τα λουκάνκα τα κάναμι θηλιές, τα πιρνούσαμι  σε μακριά λούρα(ξύλα) τα κρεμούσαμι πάνω απ΄τη στόφα(σόμπα) τα αφήναμι να στραγγίσουν κι να στεγνώσουν καλά. Για να να κρατήσουν μέχρι τις απόκριες, έλιγε η μαναμ΄  έπριπι να τρώμι από λίγο, ένα δίμιρο κάθε φορά . Πριν απ΄ των Φώτων δεν μας αφήναν να τα δοκιμάσουμι. Έπριπε πρώτα να περάσ’ ο Παπάγγελος να τ’ αγιάσ’ , να φύγουν τα παγανά κι τα καρκαντζούλια κι μιτά να  φάμι...............................
Στα  γυμνασιακά μας χρόνια, τα χρόνια της φτώχιας αλλά όχι της δυστυχίας, το λουκάνικο  και  ο πασπαλάς ήταν οι τροφές που μας έδιναν ενέργεια για να ανταπεξέλθουμε στις κρύες νύκτες  του Χειμώνα στα ενοικιαζόμενα ανήλιαγα υπόγεια δωμάτια  της βόρειας πλευράς της Λαμίας…. Έπρεπε να σπουδάσουμε έλεγαν οι γονείς αλλά και οι χωριανοί μας, χωρίς ποτέ να αναρωτηθούν για τις τυχόν δυσκολίες που αντιμετωπίζαμε στην προσπάθεια μας να ικανοποιήσουμε πρωτίστως τις επιθυμίες τους και τις προσδοκίες τους. Στοιχεία του παρελθόντος, ενός πολιτισμού με υλικές και πνευματικές κατακτήσεις, που διασώζονται προφορικά και μεταδίδονται από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά. Έθιμα που οφείλουν την παρουσία τους στη κλειστή αγροτική κοινωνία, στη  πίστη στις υπερφυσικές δυνάμεις που έπρεπε να εξευμενίσουν, στη συλλογική ζωή και στη διάθεση του ελεύθερου χρόνου…
«Ένα μέρος του παρελθόντος πεθαίνει κάθε στιγμή και η θνησιμότητά του μας μολύνει ,αν προσκολληθούμε σ΄αυτό με υπερβολική αγάπη. Ένα μέρος του παρελθόντος μένει πάντα ζωντανό και κινδυνεύουμε καταφρονώντας τη ζωντάνια του.» Σεφέρης Δοκιμές 1